- οἰκτρολογία
- οἰκτρο-λογία, ἡ,A piteous discourse, Poll.2.124, 4.22, 33(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἰκτρολογία — οἰκτρολογίᾱ , οἰκτρολογία piteous discourse fem nom/voc/acc dual οἰκτρολογίᾱ , οἰκτρολογία piteous discourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρολογία — οἰκτρολογία, ἡ (Α) αξιοθρήνητη ομιλία που διεγείρει τον οίκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + λογία*] … Dictionary of Greek
οἰκτρολογίαι — οἰκτρολογίᾱͅ , οἰκτρολογία piteous discourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek